στενωσ(ι)ὰ 04 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Στενωσ(ι)ὰ /ἡ/ = στένωσις, περιωρισμένος χῶρος, στενὴ πάροδος, συνωστισμός.