σουβλιά (η) καὶ σουβλισὰ
σουβλισιά. “Μου έδωκε μια σουβλιά”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σουβλιὰ καὶ σουβλισὰ § ἡ δι’ ὀβελοῦ ἢ άλλου τινὸς κέντρου διατρύπησις, ἢ κέντησις. Π. μ’ ἔδωσε μιὰ σουβλιὰ ἢ μιὰ σουβλισά. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ὀβελὸς τροπῇ τοῦ ο εἰς ου οὐβελὸς (Σύλλ. 14), ἐξ οὗ σουβλί, σουβλίζω, σουβλισά, κτλ. προσθέσει τοῦ σ καὶ ἀφαιρέσει τοῦ ε (Σύλλ. 17, 5). Ὁ Βυζ. οὐ μόνον παραλείπει τὸν β’ τύπον, ἀλλ’ ἀγνοεῖ καὶ τὴν σημασίαν ταύτην.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου