Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πλιάκας (ο)

ο πολύ γέρος, ο παλαιός.
φράση: “Έρχεται ο γέρο-πλιάκας” (αστεϊσμός).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πλιάκας /ὁ/ (Ἀλ. πλιάκ-ου) = ἀρχαῖος, παλαιός, ἐσχατόγηρος: «γέρο-πλιάκας».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.