πλιάκας (ο)
ο πολύ γέρος, ο παλαιός.
φράση: “Έρχεται ο γέρο-πλιάκας” (αστεϊσμός).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλιάκας /ὁ/ (Ἀλ. πλιάκ-ου) = ἀρχαῖος, παλαιός, ἐσχατόγηρος: «γέρο-πλιάκας».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης