Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκέρτσο (το)

νάζι, κίνηση ή τρόπος συμπεριφοράς που σκοπό έχει να τραβήξει το ενδιαφέρον.
Λέμε: “αυτήνη η γυναίκα είναι πολύ σκερτσόζα”.

Από την ιταλική λέξη scherzo.
Πιθανό να πρόκειται για αντιδάνειο, έχοντας ως ρίζα την αρχαία ελληνική λέξη”σκιρτῶ”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.