πομπὸ 08 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πομπὸ /τὸ/ (πόμφος, Ἰ. pompa) = σφαιρικὴ φοῦντα βρεφικοῦ ἱματισμοῦ ἐξ ἐρίου ἢ μετάξης.