πασαβιόλα (η)
έγχορδο μουσικό όργανο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πασαβιόλα βλ. λ. Μπασαβιόλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
έγχορδο μουσικό όργανο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πασαβιόλα βλ. λ. Μπασαβιόλα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης