πίσος (ο)
λέξη που τη συναντάμε στη φράση: “ο πίσος, ο δείξος, ο τελεσός“.
πίσω από τις λέξεις αυτές, την πραγματική σημασία των οποίων αγνοούμε, κρύβονται βαριές βρισιές κατά ορισμένου προσώπου, που δε λέγονται, μόνο εκστομίζεται η παραπάνω φράση.
Εμένα θα μου πεις; Δεν ξέρω δα τον πίσο, το δείξο, το τελεσό; …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πίσος /ὁ/ (ποιήσω) = στοιχεῖον τῆς φράσεως «ὁ πίσος, ὁ δεῖξος, ὁ δελεσὸς» δι’ ἧς ἐν ἀφηγήσει ἀντικαθίστανται ἐξ εὐπρεπείας βαρεῖαι ὕβρεις κατὰ προσώπου: «ἁρατὶς καὶ τοῦπα γιὰ σένα νε, ἀρχίνσε νὰ βρίζῃ «τὸν πίσο, τὸ δεῖξο, τὸ δελεσό».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης