πίμυτα
᾿Πίμυτα, § πρινιδόν. Π. ἔπεσε ᾿πίμυτα = ἔπεσε πρηνής, οἱονεὶ ἐπὶ τῆς μύτης (ῥινός).
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. προύμυτα (ἐν λ.), οἱ δὲ Μήλιοι λέγ. προύμουντα (ἐφ. Φιλομ. ἀρ. 792), οἱ δὲ Κρῆτες μπούμπουρα (Φιλίστ. Δ΄ 520).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
᾿Πίμυτα, § πρινιδόν. Π. ἔπεσε ᾿πίμυτα = ἔπεσε πρηνής, οἱονεὶ ἐπὶ τῆς μύτης (ῥινός).
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. προύμυτα (ἐν λ.), οἱ δὲ Μήλιοι λέγ. προύμουντα (ἐφ. Φιλομ. ἀρ. 792), οἱ δὲ Κρῆτες μπούμπουρα (Φιλίστ. Δ΄ 520).