πεντενεύρι (το)
το φυτό πενταύνερο το αρνόγλωσσο. Έχει ιαματικές ιδιότητες: “Δια τη στένωσιν. Μάσε πεντενεύρι φύλλα και από μυρτιά. βράστα με νερό να τα πίνει με μέλι και λαβαίνει θεραπειά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πεντανεῦρι, § εἶδ. φυτοῦ.
Σημ. Τὸ παρὰ τοῖς ἀρχ. ἀρνόγλωσσον (plantago major).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου