Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἄντρας

Ἄντρας (ἀνήρ). Σπανιώτατα ἡ γυνὴ λέγει, ὁ ἄντρας μου, ἀλλ᾿ ὁ νοικοκύρης μου. Ἄντρας εἶνε εὔχρηστον. Α’. πρὸς δήλωσιν τοῦ γένους, (οἱ ἄντρες κ᾿ ᾑ γυναῖκες). Β’. πρὸς δήλωσιν τῆς ἀνδρίας. φρ. εἶνε ἄντρας – εἶν᾿ ἀπὸ τζ᾿ ἄντρες ἄντρας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.