νταναχᾶς 12 Φεβ, 2017 Ν 0 Σχόλια 0 Νταναχᾶς /ὁ/ (διηνεχής; Ἀ. Τ. ναχνανᾶ) = ἄνεσις, ραστώνη, νωχέλεια, βραδύτης.