νόμ΄(ου)
δώσ΄μου: “νόμ΄λεπτά να αγοράσω παπούτσια” – “νόμου κι εμένα κουλούρι ..”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νόμ(ου) (Ἀ. νὲμ) = δός μου, δῶσε μου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Δόμ, δος μου. Κατ΄ εξοχήν ιδίωμα του χωριού μας, όπως εξελίσσεται σε δος μου.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης