μπουρλιαστῆρι 26 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπουρλιαστῆρι /τὸ/ (βροῦλον, Ἰ. burellare) = ἱμὰς ὑποδήματος, κορδόνι ὑποδήματος.