Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπουκ΄βάλα (η)

φρέσκο τυρί ανακατεμένο με τυρί. (πατσούρι) (μπουκβάλα)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπουκουβάλα /ἡ/ (Ἀλ. bούκεα, Ἰ. balia;) = φύραμα νωποῦ ἄρτου καὶ τυροῦ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.