μουρλὸς -ὴ -ὸ
Μουρλὸς -ὴ -ὸ (μωρός;) = παράφρων, ἀνισόρροπος, τολμηρός, ζωηρός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μουρλὸς καὶ μούρλιακας (μωρύλλος), ὁ τρελλός.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μουρλὸς -ὴ -ὸ (μωρός;) = παράφρων, ἀνισόρροπος, τολμηρός, ζωηρός.
Μουρλὸς καὶ μούρλιακας (μωρύλλος), ὁ τρελλός.