μπιχλιμπίδια
Πολλά μικρά (και ασήμαντα, άνευ αξίας) μικρά στολίδια, με τα οποία “φορτώνεται” κάποιος ή κάποια. Οι γλωσσολόγοι πιθανολογούν (δεν είναι βέβαιοι) ότι ετυμολογείται από το τουρκικό leblebi. Η λέξη εύχρηστη στο χωριό. Περιέχει ειρωνεία. “Πολλά μπιχλιμπίδια, βλέπω…”.