Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπουκούνι (το)

κομμάτι ψωμιού ή τυριού ή κρέατος.

Όταν μας στενοχωρούν στο τραπέζι λέμε: “Έφαγα ένα μπ΄κούνι κρέας και μου το ΄βγαλες από τη μύτη”.

Τα μπουκούνια από το ψωμί παλιότερα δεν τα πετούσαν, τα φύλαγαν για τους διακοναρέους. (μπκούν)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπ(ου)κοῦνι καί  Μπικοῦνι /τὸ/ (Ἰ. boccone) = τεμάχιον ἄρτου, τεμάχιον πράγματος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μπουκούνια = ξεροκόμματα ψωμιοῦ, ξερά κομμάτια ψωμιοῦ, αὐτός μεγάλωσε μέ ξένα μπουκούνια (αὐτός μεγάλωσε μέ ξένα κομμάτια).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Προφέρεται χωρίς το “ου” της πρώτης συλλαβής. Και το “ι” στο τέλος ίσα που ακούγεται (στα “μπουρανέλικα” δεν ακούγεται καθόλου παρά μόνο το παχύ χαρακτηριστικό “ν”. Σημαίνει κομμάτι (ψωμιού, τυριού κλπ).

Από το ουσ. μπούκα (λατιν. BUCCA), που θα πει στόμα, το ρ. μπουκώνω (κι αυτό από το εμβουκώνω), έχουμε το ουδέτερο μπουκούνι.

Ο Λάζαρης παραπέμπει σωστά στο ιταλικό BOCCONE, που είναι η μπουκιά, η χαψιά (σε μας χωρίς το “ι”, χαψά). Ιταλογενής λοιπόν κι αυτή η λέξη.

Να σημειώσουμε (και να θυμηθούμε οι παλιοί) την κατάρα του χωριού: “Π΄ να σε ιδώ μπκνιασμένη (η μάνα στην κοπέλα) ή να σε φέρουν μπκνιασμένο μες το βρακί σου” (προκειμένου για παιδί). Κομματιασμένο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Μπ(ου)κούνια, τα: τα μικρά τεμαχισμένα ανομοιόμορφα κομματάκια, εκ του βέκος = άρτος (αρβαν. μπούκα, μπουκιές, αγγλ. bake) και του ρ. κονίω-ίσω, το οποίο σημαίνει μεταξύ άλλων και διασκορπίζω. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.