μοσκαρᾶς
Μοσκαρᾶς /ὁ/ (Ἰ. maschera) = προσωπιδοφόρος, μετημφιεσμένος, γελοῖος. «μοσκαρᾶς τ’ σκλιῶνε».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μοσκαρᾶς /ὁ/ (Ἰ. maschera) = προσωπιδοφόρος, μετημφιεσμένος, γελοῖος. «μοσκαρᾶς τ’ σκλιῶνε».