Αποτελέσματα αναζήτησης για τσαντήλα
λένε το χωριάτικο τυρί, μόλις το βγάλουν από την τσαντήλα μέσα στην οποία εστράγγισε κρεμασμένο. τα μουσκεμένα ρούχα, ιδίως τα εσώρουχα του μικρού παιδιού όταν τα κατουράει. “Τρέξε και το παιδί έγινε μαζ΄λίκα”. (μαζλίκα) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μαζ(ου)λίκα /ἡ/ (μαζάω, Σ. bεζολίκα) = τὸ σφαίρωμα . . . Περισσότερα
αραιό πανί με το οποίο στράγγιζαν το πηγμένο γάλα (πηχτόγαλο) προκειμένου να κάμουν τυρί. Την τσαντήλα τη διαμόρφωναν σε μικρή σακούλα και τη κρεμούσαν κάπου. Απ΄ το πηγμένο γάλα έβγαινε το μόγαλο, που κατόπιν το ΄βραζαν και έβγαζαν μυζήθρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τσαντήλα /ἡ/ (Β. . . . Περισσότερα
Τσαντηλιὰ /ἡ/ (Β. τσεdίλο) = τὸ περιεχόμενον τῆς τσαντήλας.