λουρίτης (ο)
μεγάλο φίδι και λαίμαργο – δεν είναι δηλητηριώδες – που καταπίνει άνετα τα μικρά πουλιά, όπως και τα αυγά. Όταν χορτάσει “χάσκει” στον ήλιο από την πολυφαγία.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α΄:” …εσύ, θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας / να την πατούν οι αλλόφυλοι και χάσκεις σαν λουρίτης! / Ου! να χαθείς! Μ΄ εντρόπιασες! Δεν είσαι Λευκαδίτης!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λουρίτης /ὁ/ (λῶρος, Ἰ. lurco;) = ὄφις εὐμεγέθης, λαίμαργος ἀλλ᾿ ἀνιοβόλος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης