ἀλμπέο (τό) ἤ ἀλβέο (τό) 08 Ιαν, 2017 Α 0 Σχόλια 0 ξυλεία λευκή μαλακή, εἶδος ὀρεινῆς πεύκη, (ΒΕΝ. Albèo).