(δεν) καπνίζει φούρνος
φρ. Δεν αντιδρά κανείς
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
φρ. Δεν αντιδρά κανείς
με εξοργίζει πάρα πολύ
αποκτώ δύναμη, πλεονέκτημα
φρ. έχω συννενοηθεί κρυφά, έω συμφωνήσει
θωπεύω, καλοπιάνω Εδώ Πόρος – Ν. Ζαβιτσάνος Ετυμολογική σημείωση: λέξη της νηπιακής γλώσσας (Π.Γ. Κριμπάς)
βοηθώ, ενισχύω Εδώ Πόρος – Ν. Ζαβιτσάνος Ετυμολογική σημείωση: βλ.λ. αβάντα (Π.Γ. Κριμπάς)
η, έπαρση, αλαζονεία, υπεροψία
βλ. αγκλέορας
συνδ., εάν, αφού Εδώ Πόρος -Ν. Ζαβιτσάνου Ετυμολογική σημείωση: ο σύνδεσμος αυτός απαντά και στην Ιθάκη με τη μορφή κιο και προέρχεται πιθανότατα από συνεκφορά τουλάχιστον ενός συνδέσμου και μιας αντωνυμίας, χωρίς να είναι σαφές ποια είναι αυτά, αν και ο σύνδεσμος φαίνεται να είναι το α(ν), π.χ. α(ν ε)κειό . . . Περισσότερα
η, (λαϊκ.) η αλεπού, μτφ. ο πονηρός
(επίθ), καθαρός, αμόλυντος
(επίρ. αρχ.) επαγγελαμτικά, με τρόπο με τον οποίο κανείς άλλος δεν μπορεί αν μιμηθεί
ο, αυτός που σπρώχνει βλ. και αμπωξά ή αμπωσά
(αρχ.) και οι δυο
(επιθ.) αμόλυντος, άψογος, άμεμπτος
βάζω το παντελόνι μου, φοράω τα ρούχα μου, ντύνομαι
η, ανάβρα, πηγή νερού
η, αναγούλα, αηδία
(επίθ) αυτός που δεν τον έχει ακουμπίσει κανένας
(επιθ.) βλακεία, ανόητη άποψη
η, αυτή που βρίσκεται ανάμεσα, ενδιάμεση
(επιθ.) άσχημος, κακοτράχαλος, δύσμορφος στην όψη
ψηλαφίζω με τα χέρια μου ανθρώπινο σώμα
η, αντίδωρο, μικρό κομμάτι
(επίθ.) αυτός που δεν ορίζεται, ο ανεξάρτητος, ο ζωηρός, ο ασύδοτος
κάνω ανόσιες, ασεβείς πράξεις
αντηχώ
το, στο απροχώρητο
(λαϊκ.) από πάνω
το, επιπλέον προίκα