κουρκουσοῦρα 31 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κουρκουσοῦρα /ἡ/ (Ἀ. κορκοσοῦρ-ι) = ὑδροδοχεῖον ἀναρτήσεως, παγοῦρι.