κοκκορήχτω καὶ κοκκορρίχνω
Κοκκορήχτω καὶ κοκκορρίχνω = Μ. σπερμολογῶ ἐναντίον τινός.
Σημ. ἴδ. Σύλλ. 46, τὴν σημασίαν ταύτην ἀγνοεῖ ὁ Αἰνιὰν (Ἀθην. σ. 64).
βλ. καί κοκορίχτομαι
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κοκκορήχτω καὶ κοκκορρίχνω = Μ. σπερμολογῶ ἐναντίον τινός.
Σημ. ἴδ. Σύλλ. 46, τὴν σημασίαν ταύτην ἀγνοεῖ ὁ Αἰνιὰν (Ἀθην. σ. 64).
βλ. καί κοκορίχτομαι