κοιτάρι και κυττάρι (κ΄ττάρι)
ο λεπτός και διαφανής χιτώνας (υμένας) που προστατεύει (περιβάλλει) το έμβρυο των μηρυκαστικών.
αρχ.: αμνίον.
κατάποδο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κ(υ)τάρ(ι) ή κ(οι)τάρι /τὸ/ (κύτταρον, κοίτη) = τὸ ἀμνίον ὁ θύλακος ὁ περιέχων τὸ ἔμβρυον μηρυκαστικοῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης