κεροδοσά (η)
το σύνολο των κεριών που πάνε στην εκκλησία για τις ανάγκες μιας κηδείας και τα οποία μένουν στο ναό. Παλιότερα κεραδοσά έλεγαν “Τα εντάφια, συνσιτάμενα εκ σαβάνων, υποδημάτων, κηρίου και λιβάνου”. (Γ.Χ.Μαραγκός).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κεροδοσὰ /ἡ/ (κηρὸς-δόσις, δέσις) = τὰ διὰ τὴν κηδείαν ἀπαραίτητα κηρία τὰ ὁποῖα μετ’ αὐτὴν ἀφίνονται εἰς τὸν ναόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κεροδοσά. Τὰ ἐντάφια συνιστάμενα ἐκ σαβάνων, ὑποδημάτων, κηρίου, καὶ λιβάνου.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός