γοῦλος
Γοῦλος /ὁ/ (Ἰ. guglia, Σ. zοῦλj) = τυλώδης προβολὴ τοῦ δέρματος μεγέθους φακῆς ἢ μπιζελίου, μηρμυκία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γοῦλος, § μικρὸν ἐπὶ τοῦ δέρματος κερατῶδες ἐξόγκωμα. § λέγ. δὲ γοῦλος καὶ γουλὶ καὶ μικρὸς λίθος κατὰ τὸ μᾶλλον σφαιροειδής, ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα γουλιάζω = τὸ τρίβειν τὸν πολύποδα ἐπὶ γουλίων, ἵνα καταστῇ τρυφερὸς εἰς βρῶσιν.