Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γοῦλος

Γοῦλος /ὁ/ (Ἰ. guglia, Σ. zοῦλj) = τυλώδης προβολὴ τοῦ δέρματος μεγέθους φακῆς ἢ μπιζελίου, μηρμυκία.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Γοῦλος, § μικρὸν ἐπὶ τοῦ δέρματος κερατῶδες ἐξόγκωμα. § λέγ. δὲ γοῦλος καὶ γουλὶ καὶ μικρὸς λίθος κατὰ τὸ μᾶλλον σφαιροειδής, ἐξ οὗ καὶ ῥῆμα γουλιάζω = τὸ τρίβειν τὸν πολύποδα ἐπὶ γουλίων, ἵνα καταστῇ τρυφερὸς εἰς βρῶσιν.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.