πετρίτης (ο)
όρνιο, είδος γερακιού.
Είναι αγριοπούλι με κοντά πόδια, μακρυά δάκτυλα και πετάει σε μεγάλες αποστάσεις.
Δημ. τραγ.: “Στα έμπα του μπήκε σαν αετός, στα ξέβγα σαν πετρίτης”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πετρίτης (πέτρα, ἐπιθρώσκω) = εἶδος ἱέρακος λιθίνης ἀποχρώσεως καὶ ταχύτατος εἰς τὰς ἁρπακτικὰς ἐφορμήσεις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
“Κατάκορφα στὸν οὐρανὸ πετιέται κι ὁ πετρίτης” (σελ. 158, Αθ. Διάκος ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ).
Εἶδος ἱέρακος ἐκ τῶν ἀγριωτέρων. Ἐκλέγει συνήθως τὰς ὑψηλοτέρας πέτρας καὶ ἐκείθεν ἀρειμανίως κατασκοπεύει καὶ ἐπιτίθεται, ὅθεν καὶ ἡ παραγωγὴ τοῦ ὀνόματος.
Ἐν χρήσει πρὸς ἔπαινον νεανίου, ἔχοντος πολεμικὸν ἦθος.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο