Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παράκλι (το)

συρτάρι επίπλου, π.χ. του  κομμού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παράκλι /τὸ/ (παρὰ-κλάω, Ἰ. apparechio;) = συρτάριον ἢ ράφι ἐπίπλου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


παράκλι (τό): συρτάρι ἐπίπλου, (ΑΡΧ. παρακλίνω, μεταξύ τῶν ἄλλων ση­μαίνει καί ἀνοίγω ὀλίγον, Liddell-Scott, τ. ΙΙΙ, σ. 448).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.