χασνᾶς 23 Φεβ, 2017 Χ 0 Σχόλια 0 Χασνᾶς /ὁ/ (Α. Τ. χασνέ, Σ. χασνᾶ) = κέρδος, ὄφελος, χρηματικὸν ἀπόθεμα, κομπόδεμα.