μπόχα
Μπόχα /ἡ/ (ὑπέχω, ἀπόχη) = καλαθοειδὲς μικρὸν δίκτυον ἐπὶ κυκλικοῦ πλαισίου μὲ εὐθεῖαν λαβὴν πρὸς ἁλιείαν γαρίδων καὶ ἄλλων δολωμάτων εἰς τὰ ἀβαθῆ, (Ἰ. poh) = δυσωδία διάχυτος. βλ ποχί και πόχα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!