μπαστελλάμενος -η -ο
Μπαστελλάμενος -η -ο (Ἰ. bastevole) = ἱκανός, ἐξέχων, διακεκριμένος, άξιοπρόσεκτος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπαστελλάμενος -η -ο (Ἰ. bastevole) = ἱκανός, ἐξέχων, διακεκριμένος, άξιοπρόσεκτος.