μπασά (η)
- η είσοδος του σπιτιού
- πλημμυρίδα, το μπάσιμο του θαλάσσιου ρεύματος. Στο λιμάνι της Λευκάδας έχομε τέτοιο φαινόμενο. Λέμε: “Σήμερα έχομε μπασά”, όταν μπαίνουν τα νερά από νότια. Όταν βγαίνουν λέμε “έχουμε βγαλσά“.
- όταν έχομε πολλές επισκέψεις …
- μπασά λέμε και το μπάσιμο το ελαιόκαρπου στα λιτρουβειά, αλλά για αλεστική περίοδο μιας ημέρας. Μια μπασά = 30 μέτρα (δοχεία πετρελαίου) ελιές.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπασὰ /ἡ/ (ἐμβαίνω) = εἴσοδος, πόρος, πλημμυρίς, πυκνότης ἐπισκέψεων, εἰσαγωγὴ ἐλαιοκαρποῦ εἰς ἐλαιοτριβεῖον διὰ μίαν ἡμερησίαν ἔκθλιψιν ἐκ 30 μέτρων (δοχ. πετρελαίου).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μπασά (ἡ): εἴσοδος.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου