μπακάμι (το)
κόκκινη βαφή, που έβγαινε από το ξύλο του δέντρου αιματόξυλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπακάμι /τὸ/ (Τ. bακκὰμ) = βαφὴ ἐρυθρά, αἱματόξυλον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
κόκκινη βαφή, που έβγαινε από το ξύλο του δέντρου αιματόξυλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπακάμι /τὸ/ (Τ. bακκὰμ) = βαφὴ ἐρυθρά, αἱματόξυλον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης