ἀσφελαχτὸς
Ἀσφελαχτὸς /ὁ/ = ὁ ἀσπάλαθος, σφαλαχτός, σπάλαθρον (ἀκανθώδης θάμνος).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το φυτό ασπάλιθος, ακανθώδες. “Εκ του φλοιού της ρίζης του οποίου παρασκευάζετο ευώδες έλαιον” (Δημητράκος). Βαλαωρίτης (Διάκος): “Το θρούμπι, την αλιφασκιά, το σφελαχτό, η μυρτούλα” (σελ. 268). Ως αγακθωτό, κατάλληλο για φράκτες.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης