αρκάτος -η -ο και ἀρικᾶτος -η -ο
- ο ελεύθερος, ο απαλλαγμένος οικογενειακών βαρών, αυτός που κάνει ο,τι θέλει. Επίσης όποιος ταξιδεύει χωρίς πολλές αποσκευές.
- η νέα ή ο νέος που παρεκκλίνει από τς ηθικές συνήθειες του τόπου του. “Αυτή είναι αρκάτη”, δηλ. ελεύθερη, ντόρκα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρκᾶτος -η -ο καί Ἀρ(ι)κᾶτος -η -ο: (Ἰ. arrecare) = σπεύδων, βιαστικός, ἀποφασιστικός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης