Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρκάτος -η -ο και ἀρικᾶτος -η -ο

  1. ο ελεύθερος, ο απαλλαγμένος οικογενειακών βαρών, αυτός που κάνει ο,τι θέλει. Επίσης όποιος ταξιδεύει χωρίς πολλές αποσκευές.
  2. η νέα ή ο νέος που παρεκκλίνει από τς ηθικές συνήθειες του τόπου του. “Αυτή είναι αρκάτη”, δηλ. ελεύθερη, ντόρκα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀρκᾶτος -η -ο καί  Ἀρ(ι)κᾶτος -η -ο: (Ἰ. arrecare) = σπεύδων, βιαστικός, ἀποφασιστικός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.