άπραγος -η -ο
άπειρος, κακομοίρης, άμαθος: άπραγος νιος, άπραγη νιότη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄπραγος -η -ο: (ἀ-πράττω) = ἀπράγμων, ἄπειρος, ἀνεπιτήδειος, ἀδαής, ἀδρανής, ἀδιάφορος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης