απασπάλωτος -η -ο
ο μαλακός, ο τρυφερός, ο παταλός
“Μωρέ απασπάλωτο …” – “Αυτό το αυγό είναι απασπάλωτο”, δηλ. δεν έχει γερό (πετρώδες) τσόφλι.
“Καλά, είσαι μπιτ απασπάλωτο και σου πέσαν τα ποτήρια από τα χέρια;”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπασπάλωτος -η -ο: (ἀ-παιπάλη) = μαλακός, τρυφερός, βρεφώδης.