Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απασπάλωτος -η -ο

ο μαλακός, ο τρυφερός, ο παταλός
“Μωρέ απασπάλωτο …” – “Αυτό το αυγό είναι απασπάλωτο”, δηλ. δεν έχει γερό (πετρώδες) τσόφλι.
“Καλά, είσαι μπιτ απασπάλωτο και σου πέσαν τα ποτήρια από τα χέρια;”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀπασπάλωτος -η -ο: (ἀ-παιπάλη) = μαλακός, τρυφερός, βρεφώδης.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ἀπασπάλωτο = μαλακό, τρυφερό, ὅπως τά τρυφερά νύχια τῶν νεογέννητων θηλαστικῶν.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.