αμέντε (επίρρ.)
το ΄χω στο μυαλό μου, το σκέπτομαι: “Το ΄βαλα αμέντε”. – “Πάρε τ΄ αμέντε σου” = πρόσεξε καλά. – “Βάνω τ΄ αμέντε μου …” κ.λπ. (βλ. μέντε).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμέντε: /ἐπίρ./ (a mente) = εἰς τὸν νοῦν, ὑπ’ ὄψιν, ἐν σκέψει. «τὤχει ἀμέντε».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
Η έκφραση θα μπορούσε να είναι είτε ιταλική είτε βενετική (ιταλ./βενετ. a mente = στο νου, στο μυαλό, στη σκέψη)
(Π.Γ. Κριμπάς)