Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμέντε (επίρρ.)

το ΄χω στο μυαλό μου, το σκέπτομαι: “Το ΄βαλα αμέντε”. – “Πάρε τ΄ αμέντε σου” = πρόσεξε καλά. – “Βάνω τ΄ αμέντε μου …” κ.λπ. (βλ. μέντε).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμέντε:  /ἐπίρ./ (a mente) = εἰς τὸν νοῦν, ὑπ’ ὄψιν, ἐν σκέψει. «τὤχει ἀμέντε».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Ετυμολογική σημείωση:
Η έκφραση θα μπορούσε να είναι είτε ιταλική είτε βενετική (ιταλ./βενετ. a mente = στο νου, στο μυαλό, στη σκέψη)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.