τσάχαλο (το)
μικρό ξυλάκι ή σκόνη ή κάτι άλλο που μπαίνει στο μάτι μας και μας ενοχλεί. Για να φύγει το τσάχαλο οι παλιοί κατέφευγαν σε πρόχειρα μέσα.
Γιάτρισσα η γυναίκα του σπιτιού ή της γειτονιάς: Βαστούσες ανοιχτό το μάτι σου, σου το φύσαγε τρεις φορές, λέγοντας: “Τσάχαλο στο πέλαγο και ψάρι στο τηγάνι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσάχαλο /τὸ/ (Ἰ. tacca, toccalo) = κάρφος, θρύμμα, μόριον ἀγνώστου ὕλης.
“Μπήκε ένα τσάχαλο στο μάτ(ι) μου”.
Ο Σταματέλος, μικρό άχυρο. Το ίδιο και ο Δημητράκος. Απ΄ όλους τους λεξικογράφους ο Φιλίντας (Γλωσσολογία, Α/16) πιθανολογεί ότι “ίσως και το Κεφαλονιάτικο “τσάχαλα” να είναι ψάχαλα, δηλαδή ψίχαλα”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τσάχαλο, § πᾶν μικρὸν παράρτημα, ὃ καὶ ψάχαλο λέγεται.