κατσίβελος -έλα
γύφτος, ατσίγγανος.
μτφ. : ο άνθρωπος που μετακινείται από ΄δω και από ΄κει όπως οι τσιγγάνοι. Ο ρυπαρός, ο ακάθαρτος. “Σώπα μωρή κατσιβέλα, θα μας κάνεις και την προκομμένη!”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατσίβελος -έλα (Ἰ. cattivo-ello) = ἀθίγγανος, Τουρκόγυφτος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης