Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατσίβελος -έλα

γύφτος, ατσίγγανος.
μτφ. : ο άνθρωπος που μετακινείται από ΄δω και από ΄κει όπως οι τσιγγάνοι. Ο ρυπαρός, ο ακάθαρτος. “Σώπα μωρή κατσιβέλα, θα μας κάνεις και την προκομμένη!”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κατσίβελος -έλα (Ἰ. cattivo-ello) = ἀθίγγανος, Τουρκόγυφτος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.