μπατάλ(ι)κος -η -ο
Μπατάλικος -η -ο (Ἀ. Τ. bατὰλ) = ἄχρηστος, μειονεκτικός, ἀσύμμετρος, χονδροειδής, ἄκομψος. Βλ. και μπατάλης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπατάλικος -η -ο (Ἀ. Τ. bατὰλ) = ἄχρηστος, μειονεκτικός, ἀσύμμετρος, χονδροειδής, ἄκομψος. Βλ. και μπατάλης
ο κατώτερος, ο ντροπιασμένος, ο διαλυμένος, ο ανίκανος να αντιδράσει. φράση: “Τον έκαμε μπατάλη, τον κερατά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μπατάλι /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἀ. Τ. bαττὰλ) = ἄχρηστος, ἡττημένος, κατώτερος. «τὸν ἔκαμε μπατάλι». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπατάλι /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἀ. Τ. bαττὰλ) = ἄχρηστος, ἡττημένος, κατώτερος. «τὸν ἔκαμε μπατάλι». βλ. πατάλι Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Το καρσάνικο γλωσσικό ιδίωμα θέλει τη λέξη χωρίς μ (μ)πατάλι. Έγινε λέμε, ή τον έκανε, πατάλι, δηλ. τον νίκησε. Προέρχεται από το τουρκικό -κατά τον Ανδριώτη και άλλους- battal, . . . Περισσότερα