μπατάλι
Μπατάλι /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἀ. Τ. bαττὰλ) = ἄχρηστος, ἡττημένος, κατώτερος. «τὸν ἔκαμε μπατάλι». βλ. πατάλι
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το καρσάνικο γλωσσικό ιδίωμα θέλει τη λέξη χωρίς μ (μ)πατάλι. Έγινε λέμε, ή τον έκανε, πατάλι, δηλ. τον νίκησε.
Προέρχεται από το τουρκικό -κατά τον Ανδριώτη και άλλους- battal, μπατήλ, εξελληνισμένα μπατάλης και το γνωστό επίθετο παταλός.
Από δω και το παρατσούκλι του γραφικού μακαρίτη Άγγελου (Παπανελόπουλου), Παταλέας. Υπάρχει και επίθετο Παταλάς.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης