μπατάλης -ισσα -ι
ο κατώτερος, ο ντροπιασμένος, ο διαλυμένος, ο ανίκανος να αντιδράσει. φράση: “Τον έκαμε μπατάλη, τον κερατά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπατάλι /ἐπίθ. ἄκλ./ (Ἀ. Τ. bαττὰλ) = ἄχρηστος, ἡττημένος, κατώτερος. «τὸν ἔκαμε μπατάλι».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης