Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λαρνάκι

Λαρνάκι /τὸ/ (λάρναξ) = μικρὸν κοίλωμα, βαθούλωμα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Λαρνάκι, § τὸ στόμιον τοῦ τροποῦ ἐν τῷ πιεστηρίῳ τοῦ ἐλαιοτριβείου, ὅθεν καταρρέει τὸ ἔλαιον εἰς τὴν σκάφην.

Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ λάρναξ· ἡ ὑποκορ. κατάληξις -άκις εἰς πολλὰς λ. εὐχρηστεῖ, οἷον παιδάκι, ξυλάκι, ἀντὶ ἀρχαίας -ίον καὶ -άριον.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.