Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για δροπίκι

δροπ(ι)κιάζω

Δροπ(ι)κιάζω (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = πάσχων ὕδρωπα, γίνομαι διαβητικός, πίνω ἀκορέστως ὕδωρ. δροπικιάζω / δροπκιάζω  

δροπίκι (το)

δρωπίκι, υδροπικιάση, διαβάτης. Κατάρα: “Να ΄σ΄ γέν΄δρωπίκι μέσα σου …”. δυσώδες υγρό που βγαίνει από πληγή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δροπίκι /τὸ/ (ὕδρωψ, ὑδροπικία) = ὕδρωψ, ὑδροπικίασις, διαβήτης, δρόπικας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Γνωστή υβριστική λέξη από σχετική κατάρα. “να σου γίνει δρωπίκι”. Είναι . . . Περισσότερα

μαλαθράκι (το)

ασθένεια, κοινώς δροπίκι, δρόπικας, ύδρωψ. Κατάρα: “Να βγάλ΄ς το δροπίκι”. Είναι το αρχαίο μελανθράκι = μέλας άνθραξ. Σε γιατροσόφι, διαβάζομε: “Το πεντενεύρι ή πλατύφυλλον … Τα φύλλα του εις δάγκασμα σκύλου και το ανεμοπύρωμα … βρασμένα με ξίδι, αλάτι και φακή να πίνει δια τον δρώμικα και το νερόπιασμα“, “έτερον . . . Περισσότερα

νερόπιασμα (το)

ο δρόπικας, κοινώς δροπίκι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Νερόπιασμα /τὸ/ (ναρὸς-πιάζω) = ὕδρωψ, δρόπικας, δροπίκι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης