Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για γαζέτα

αλανάριστος (ο)

το μαγγανισμένο λινάρι που δεν το λανάρισαν, δηλ. δεν το χτένισαν με το λανάρι (ή λωνάρι) για να φεύγουν όλα τα λινόξυλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ετυμολογική σημείωση: στερητικό επίθετο από το ρήμα λαναρίζω < λανάρι ‘εργαλείο που κατεργάζεται το μαλλί (ή το μπαμπάκι) πριν το κλώσιμο’ . . . Περισσότερα

ασίγιστος -η -ο

αυτός που δεν ησυχάζει, που κινείται και εργάζεται πολύ, αυτός που μιλάει πολύ. Τα παιδιά που παίζουν και φωνάζουν αδιαφορώντας για την ησυχία των άλλων. Εξ ου και οι φράσεις: “κάτσε καλά, μωρέ ασίγιστο” – “ασίγιστος νοικοκύρης” – “ασίγιστη δουλεύτρα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀσίγ(ι)στος -η . . . Περισσότερα

γαζέτα (η)

υποδιαίρεση της ενετικής λίτρας (=λίρας). Μια λίτρα = δέκα γαζέτες, κάθε γαζέτα = 20 σολδία. Σε χειρόγραφο του 1754 διαβάζομε: “έβαλα και ετρύγισα τα αμπέλια και έβαλα αργάτες δέκα, από γαζέτες 8 και φαγή = λ. (ίτρες) 16”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Γαζέτα /ἡ/ (γάζα, Ἰ. . . . Περισσότερα

γαζετάρικος -η -ο

φτηνιάρικο, τιποτένιο. βλ. γαζέτα Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

λίτρα (η)

μέτρο βάρους που χρησιμοποιούσαν στα Επτάνησα μέχρι το 1956 περίπου. Ισούται με 112 δράμια ή 453 γραμμάρια. λίτρα ή λίρα = ενετικό νόμισμα. Υποδιαίρεση σε 10 γαζέτες και κάθε γαζέτα σε 20 σολίδια. “Έκαμα λογαριασμό και έχο εξοδιασμένο σε αποκριάτικα και πασχαλιάτικα του δασκάλου και Κιράτζας έος σήμερον … λ(ίτρες) . . . Περισσότερα

σολδίον (το)

χάλκινο νόμισμα, υποδιαίρεση της ενετικής λίρας. Η λίρα υπολογίζεται σε δέκα γαζέτες και κάθε γαζέτα σε 20 σολδία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σολδίον /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. soldo) = χαλκοῦν νόμισμα, χρῆμα, μισθός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

ψωμόπετρα (η)

πέτρα μαλακή, που σκαλίζεται εύκολα χωρίς και να διαλύεται. Με τέτοιες μεγάλες μονοκόμματες πέτρες πολλοί παλιοί Λευκαδίτες έφκιαναν τις πέτρινες πίλες (=αποθήκη λαδιού), όπου έβαναν ολοχρονίς το λάδι τους. Τις χρησιμοποιούσαν πολύ και οι λαδέμποροι της Χώρας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ψωμόπετρα /ἡ/ (ψωμὸς-πέτρα) = εὔθριπτον . . . Περισσότερα