χαραμάδα ή χαραματίδα (η)
η χαραματιά, η σχισμή σε τοίχο ή στέγη κ.λπ
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαραμάδα = σχισμή, ὁ ἥλιος μπαίνει ἀπό τήν χαραμάδα τῆς πόρτας (ὁ ἥλιος μπαίνει ἀπό τήν σχισμή τῆς πόρτας).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής