Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποσσέσο (το)

στήριγμα, βάση, κατοχή. Πχ έχομε ένα κτήμα και το διατηρούμε “για ποσσέσο”, δηλ. να βρίσκεται “δια παν ενδεχόμενον”. Καθόμαστε σε ξένο σπίτι, που μας το παραχώρησαν για φύλαξη και διαμονή, τότε μας λένε: “Έπιασες ποσσέσο, εσύ”, δηλ. έχεις κατοχή, “οιονεί” νομή.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ποσσέσο /τὸ/ (Ἰ. possesso) = νομή, κατοχή, χρησικτησία (κτήματος).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ποσσέσσο . Λέμε χαρακτηριστικά για κάποιον ότι έχει ποσσέσο, καψερέ” Δηλαδή έχει (ή απαιτεί) μερίδιο (κτήματος ή κληρονομιάς κ.λπ). Η λέξη είναι καθαρά λατινική, ιταλική, possesso είναι η κατοχή, η απόκτηση (κατ΄ επέκταση). Η ρίζα είναι το λατινικό ρήμα possideo και possido, που σημαίνει κατέχω κ.λπ. Η μετοχή  posssessus μας δίνει εξελληνισμένο ποσσέσσο (με δυο σσ και στην κατάληξη). Οι Λάζαρης και Κοντομίχης το έχουν με ένα -σ-.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.