φαγαρρώστια (η)
υποκριτική αδιαθεσία, προσποιητή για να απολαύσει κανείς καλό και πλούσιο φαγητό.
Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω σατιρικό που το ακούς πού και πού.
Επιγράφεται: “Η άρρωστη γραία”:
“Μια γριά στα γερατιά / είχε πόνους κι αρρωστιά.
Τρέχει κράζει το γιατρό / να (ν) τσειπέι το γιατρικό.
Τ΄ έχεις, γριά μ, κι αναστενάζεις / κι όλο το γιατρό φωνάζεις;
Έχω αναφαγιά μεγάλη / και σκοτούρα στο κεφάλι.
Σήμερα δεν έφαγα άλλο, / παρ΄ ένα μηρί από γάλο,
τη φτερούγα και το πέτο / κι έξη απλάδενες μπουρδέτο,
και το βράδυ θα δειπνήσω / ένα αρνάκι που θα ψήσω.
Κι ο γιατρός ανατρομάζει. / Φέρτε τση κουκιά βρασμένα
μην (ν) πεινάσ΄ και φάει κι εμένα”
(Το ασμάτιο τούτο πρωτοδημοσιεύτηκε από το Λευκαδίτη λόγιο Ι.Ν. Σταματέλο – περιοδ. ΠΛΑΤΩΝ, τ. Β΄1879, σελ. 488).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φαγαρρώστεια (τρώγω, φάγω-ἀρρώστεια) = ψευδὴς ἀσθένεια πρὸς ἐξασφάλισιν ἐκλεκτῆς διατροφῆς, προσποιητὴ νόσος ἢ ἀδιαθεσία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης